- τρωγλοδυτικός
- -ή, -ό /τρωγλοδυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τρωγλοδύτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική(ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτώναρχ.1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ.)2. το θηλ. ως ουσ. το φυτό σμύρνα, τρωγλῑτις*.επίρρ...τρωγλοδυτικῶς Αόπως ο τρωγλοδύτης («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῑν», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.